όλλυμι = καταστρέφω, εξολοθρεύω, φονέυω
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω, αφανίζω, σκοτώνω,|χάνω, υφίσταμαι την απώλεια
ΜΕΣΟ χάνομαι, πεθαίνω, σκοτώνομαι, άνομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι
για πράγματα ο πρκ. ὄλωλα με μέση σημασία = καταστράφηκα, χάθηκα
η ευκτ. αόρ. ὄλοιο, ὄλοιτο σαν βρισιά, σαν κατάρα = να χαθείς !
ολέθριος, καταστροφικός
| Ενεργητική φωνή | Μέση-Παθητική φωνή | |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ὄλλυμι & ὀλλύω | ὄλλυμαι |
| Παρατατικός | ὤλλυν & ὤλλυον | ὠλλύμην |
| Μέλλοντας | ὀλέσω & ὀλῶ (αττ.) | ὀλοῦμαι |
| Αόριστος | ὤλεσα | ὠλόμην |
| Παρακείμενος | ὀλώλεκα | ὄλωλα |
| Υπερσυντέλικος | ὀλωλέκειν | ὀλώλειν & ὠλώλειν |