Προσωπικὲς Ἱστοσελίδες Δημήτριος Εὐαγγ. Μούρμουρας
Ὁμηρικά Ἔπη Ἀρχική
μυρία, μύρια, μυρίος (ἀναρίθμητος, 10.000, ἀμέτρητος, ἀτελείωτος)
| |
ενικός |
πληθυντικός |
| ονομαστική |
μυρίος |
μυρίοι |
| γενική |
μυρίου |
μυρίων |
| δοτική |
μυρίῳ |
μυρίοις |
| αιτιατική |
μυρίον |
μυρίους |
| κλητική |
μυρίε |
μυρίοι |
- μυρίος -ία, -ίο
- μύριος, -ια, -ο
- μυρίος, -ία, -ίον
- ὡς ἀριθμητικὸ ἐπίθετο στὸν πληθυντικό, μύριοι, σημαίνει ὁρισμένο ἀριθμό, 10. 000
Δημήτριος Ε. Μούρμουρας
Copyright©2012 Dimitrios E. Mourmouras
Last Update
27 May, 2014