ἴφθιμος η, ον καὶ -ος, -ον (ἶφι, ἴφιος): ἰσχυρὸς, δυνατός, σθεναρός, ῥωμαλέος, στιβαρός
ἐπὶ γυναικῶν, εὐπρεπής, κομψή, χρηστή, χαρίεσσα.
Ἐτυμ.: ἐκ τοῦ ἶφι, ἴφιος
| ενικός | πληθυντικός | |
| ονομαστική | ἴφθιμος | ἴφθιμοι |
| γενική | ἰφθίμου | ἰφθίμων |
| δοτική | ἰφθίμῳ | ἰφθίμοις |
| αιτιατική | ἴφθιμον | ἰφθίμους |
| κλητική | ἴφθιμε | ἴφθιμοι |