EPPOG logo

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΜΑΔΑ
ΕΚΛΑΪΚΕΥΣΗΣ

INTERNATIONAL PARTICLE PHYSICS
OUTREACH GROUP (IPPOG)


...πίσω στον κατάλογο των άρθρων



Ποια είναι η Χρησιμότητα της Βασικής Επιστήμης;

C.H. Llewellyn Smith, CERN Director General, 1993-1998

1. Εισαγωγή
Πάνω από 200 χρόνια πριν, στις αρχές του 1782, ο Γερμανός φυσικός και φιλόσοφος Christof Lichtenberg έγραφε στο ημερολόγιό του.
"Το να επινοήσεις μια αλάνθαστη συνταγή για τον πονόδοντο, που θα μπορούσε να τον εξαφανίσει στη στιγμή, μπορεί να είναι το ίδιο πολύτιμο ή ακόμα και πολυτιμότερο από το να ανακαλύψεις έναν νέο πλανήτη αλλά δεν βρίσκω πιο σημαντικό θέμα για ν' αρχίσω το ημερολόγιο αυτού του χρόνου από τα νέα για την ανακάλυψη ενός καινούριου πλανήτη".
Αναφερόταν στον πλανήτη Ουρανό, που ανακαλύφθηκε το 1781. Το ερώτημα που απερίφραστα έθεσε ο Lichtenberg, για τη σημασία της εξεύρεσης τεχνικών λύσεων σε συγκεκριμένα προβλήματα, σε σύγκριση με τη σημασία της έρευνας για νέα θεμελιώδη γνώση, είναι ακόμα πιο επίκαιρο σήμερα από ό,τι ήταν 200 χρόνια πριν.

Σε αυτή τη μελέτη θα υποστηρίξω ότι η έρευνα για βασική γνώση, που κινητοποιείται από την περιέργεια, είναι όσο χρήσιμη είναι και η έρευνα για εξεύρεση λύσεων σε συγκεκριμένα προβλήματα [*]. Οι λόγοι για τους οποίους έχουμε πρακτικούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές σήμερα, και δεν τους είχαμε εκατό χρόνια πριν, δεν είναι ότι εντωμεταξύ ανακαλύψαμε την ανάγκη για υπολογιστές. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές οφείλουν την ύπαρξή τους στις ανακαλύψεις της θεμελιώδους φυσικής που υπογράφουν τη σύγχρονη ηλεκτρονική, στην ανάπτυξη της μαθηματικής λογικής και στην ανάγκη των πυρηνικών φυσικών τη δεκαετία του '30 να αναπτύξουν τρόπους να μετρούν σωματίδια.

Θα παραθέσω πολλά παραδείγματα που δείχνουν την πρακτική και οικονομική σημασία της βασικής έρευνας. Αλλά εάν η βασική έρευνα, που οδηγείται από την περιέργεια, έχει οικονομική σημασία, γιατί να υποστηρίζεται από δημόσια, και όχι από ιδιωτικά, κονδύλια; Ο λόγος είναι ότι υπάρχουν είδη επιστήμης που αποδίδουν οφέλη γενικά, παρά ειδικά και συγκεκριμένα προϊόντα, και έτσι αποφέρουν οικονομικό κέρδος που δεν μπορεί να καρπωθεί καμιά μεμονωμένη εταιρεία και κανένας εργολάβος. Συνεπώς, η πιο καθαρή έρευνα χρηματοδοτείται από ανθρώπους ή οργανισμούς που δεν έχουν εμπορικό ενδιαφέρον για τα αποτελέσματα της έρευνας και η συνέχιση αυτού του είδους χρηματοδότησης είναι ουσιαστικής σημασίας για την περαιτέρω πρόοδο.

Θα ήταν ασφαλώς αφελές, ακόμα και λάθος, να ταυτίζουμε το καθαρό με το γενικό, και το εφαρμοσμένο με το συγκεκριμένο, αλλά είναι πολύ πιο πιθανό ένα μεγάλος μέρος των αποτελεσμάτων της εφαρμοσμένης έρευνας να ωφελεί εκείνους που την αναλαμβάνουν. Ακόμα περισσότερο, όταν προβλέπονται σαφώς συγκεκριμένες οικονομικές απολαβές, ο ιδιωτικός τομέας, που έχει ως κίνητρό του το κέρδος, είναι γενικά πιο αρμόδιος να αναλάβει την απαραίτητη έρευνα και ανάπτυξη. 'Ετσι, μια πολιτική που παρεκκλίνει τη δημόσια υποστήριξη από τη βασική στην εφαρμοσμένη επιστημονική έρευνα θα διοχέτευε κονδύλια από επενδύσεις που μόνο ο δημόσιος τομέας μπορεί να κάνει, σε περιοχές όπου ο ιδιωτικός τομέας μπορεί γενικά να τα πάει καλύτερα.

Η Ενότητα 2 αυτής της μελέτης περιλαμβάνει κάποιες γενικές παρατηρήσεις των διαφορών μεταξύ βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας. Η Ενότητα 3 περιγράφει τα οφέλη της βασικής επιστήμης. Στην Ενότητα 4, αναπτύσσεται το γνωστό επιχείρημα που αναφέρθηκε και πιο πάνω, πως οι κρατικές κυβερνήσεις έχουν την ειδική ευθύνη να υποστηρίζουν τη βασική έρευνα για το "κοινό καλό". Αυτό το επιχείρημα, που διατυπώνεται σχετικά εύκολα, οδηγεί σε δύο πολύ δυσκολότερες ερωτήσεις, που αντιμετωπίζονται στις Ενότητες 5 και 6 αντίστοιχα:

1. Εάν οι εταιρείες μπορούν να αφήσουν τη χρηματοδότηση της βασικής επιστήμης στις κυβερνήσεις, γιατί κάποιες κυβερνήσεις δεν μπορούν να μην παραιτηθούν από αυτή την υποχρέωση -αφήνοντάς την σε άλλους- όπως έχει υποστηριχτεί κάποιες φορές πως έχει κάνει η Ιαπωνία με πολλή επιτυχία;

2. Πώς θα επιλέξουν οι κυβερνήσεις τι να χρηματοδοτούν και τι να υποστηρίζουν, και μέχρι ποιο επίπεδο;

[*] Αυτή η δημοσίευση, που δεν αξιώνει ιδιαίτερη πρωτοτυπία, βασίζεται σε μία συζήτηση που έγινε στο CERN στις 12 Ιουνίου του 1997, που εξελίχθηκε από κάποιες παλιότερες διαλέξεις και άρθρα 1-3 που δόθηκαν και γράφτηκαν αντίστοιχα τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Μέσα σε αυτή την περίοδο έχω αφομοιώσει έναν αριθμό επιχειρημάτων και αναφορών από μια ποικιλία πηγών, πολλές από τις οποίες έχω σήμερα ξεχάσει. Ζητώ συγγνώμη από εκείνους των οποίων η συμβολή στο περιεχόμενο αυτής της δημοσίευσης δεν έχει αναγνωριστεί επαρκώς. Για αναφορές στην εξειδικευμένη βιβλιογραφία πάνω στη χρηματοδότηση της επιστήμης, δείτε την Αναφορά 4. Ως Γενικός Διευθυντής του CERN, έχω συμμετάσχει σε συζητήσεις για την επιχορήγηση της επιστήμης με αντιπροσώπους κυβερνήσεων κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα. Αυτές οι συζητήσεις όπως είναι φυσικό επικεντρώνονταν στη σωματιδιακή φυσική, και γι' αυτό έχουν απομονωθεί για ιδιαίτερο σχολιασμό σε πολλά σημεία αυτής της δημοσίευσης.

2. Βασική εναντίον Εφαρμοσμένης Επιστήμης
Στη βιομηχανία ο όρος "έρευνα" χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει καινοτομίες στην υπάρχουσα τεχνολογία, τις οποίες οι ακαδημαϊκοί επιστήμονες θα περιέγραφαν κανονικά ως ανάπτυξη. Αυτή η διαφορετική χρήση της λέξης "έρευνα" μπορεί να οδηγήσει σε πολλές παρεξηγήσεις. Σε αυτή τη μελέτη χρησιμοποιώ τη λέξη με την έννοια που τη χρησιμοποιούν οι ακαδημαϊκοί επιστήμονες.

Παρεξηγήσεις προκύπτουν επίσης από τη συχνή υπόθεση οι υπερασπιστές της χρησιμότητας της βασικής επιστήμης προσυπογράφουν το αποκαλούμενο "γραμμικό μοντέλο", σύμφωνα με το οποίο η βασική έρευνα υποτίθεται ότι οδηγεί στην εφαρμοσμένη έρευνα, η οποία με τη σειρά της οδηγεί στη βιομηχανική ανάπτυξη και μετά στην παραγωγή προϊόντων. Παρ' όλο που αυτό έχει συμβεί σε πολλές περιπτώσεις, είναι εύκολο να βρεθούν και παραδείγματα όπου η πρόοδος της τεχνολογίας έχει οδηγήσει σε πρόοδο της βασικής επιστήμης, όπως στο παράδειγμα του George Porter (Βραβείο Νόμπελ Χημείας) που επισημαίνει ότι "Η Θερμοδυναμική οφείλει περισσότερα στην ατμομηχανή από όσα οφείλει η ατμομηχανή στην επιστήμη".

Δυστυχώς, τέτοια παραδείγματα έχουν οδηγήσει κάποιους στην υποστήριξη ενός αντι-γραμμικού μοντέλου. Για παράδειγμα, ο Terence Kealey έγραψε πρόσφατα ένα βιβλίο όπου υποστηρίζει ότι η οικονομική πρόοδος δεν οφείλει τίποτα στη βασική επιστήμη, και γι' αυτό δεν θα' πρεπε να χρηματοδοτείται από τις κυβερνήσεις. Επισημαίνει ορθά ότι η ανάπτυξη της παραγωγής ενέργειας με ατμό, οι μεταλλουργικές τεχνικές και η υφαντουργία, που έφεραν τη βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία, ήταν βασισμένες σε επιστημονικές θεωρίες και σε μηχανικές και μηχανολογικές αρχές που είχαν διατυπωθεί πριν από τον 17ο αιώνα, και δε χρωστούσαν τίποτα στην επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα (Νευτώνια μηχανική, διαφορικός και ολοκληρωτικός λογισμός, κ.λπ.). Αυτό είναι αλήθεια, αλλά σίγουρα δεν αληθεύει για πολλές μεταγενέστερες βιομηχανικές εξελίξεις, όπως ελπίζω ότι θα δείξουν τα παραδείγματα που θα δώσω αργότερα.

'Ετσι η σχέση της επιστήμης με την τεχνολογία δεν είναι ούτε γραμμική ούτε αντι-γραμμική, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου γραμμική, και έχει υποστηριχθεί ότι "η ιστορική μελέτη της επιτυχημένης σύγχρονης έρευνας έχει επανειλημμένα αποδείξει ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ βασικής γνώσης, τεχνολογίας και προϊόντων που αρχικά ήταν ασυσχέτιστα μεταξύ τους είναι τόσο έντονη, ώστε είναι όλα συστατικά ενός και μοναδικού, σφιχτοπλεγμένου οικοδομήματος. Παρ' όλα αυτά μπορεί να γίνει ένας ευρύς διαχωρισμός ανάμεσα στην επιστήμη (γνώση) και την τεχνολογία (μέσο με το οποίο εφαρμόζεται η γνώση), και ανάμεσα σε διαφορετικές μορφές της επιστήμης.

Δεν μου αρέσουν οι όροι βασική και εφαρμοσμένη επιστήμη: τελικά ποιος μπορεί να πει εκ των προτέρων τι είναι εφαρμόσιμο και τι όχι; Πάντως, αυτοί οι όροι μπορεί να είναι χρήσιμοι όταν ορίζονται σε σχέση με το κίνητρό τους:

Βασική επιστήμη - έχει ως κίνητρο την περιέργεια

Εφαρμοσμένη επιστήμη - χρησιμοποιείται για να απαντήσει σε συγκεκριμένες ερωτήσεις.

Με δεδομένους αυτούς τους ορισμούς, θα επιχειρηματολογήσω αργότερα για το ότι οι κυβερνήσεις έχουν την ειδική ευθύνη να χρηματοδοτούν τη βασική επιστήμη ενώ η εφαρμοσμένη επιστήμη μπορεί γενικά να ανατίθεται στη βιομηχανία. Ο διαχωρισμός δεν είναι, ασφαλώς, πάντα τόσο σαφής, και ο όρος "στρατηγική έρευνα" χρησιμοποιείται μερικές φορές για να περιγράψει την επιστήμη σε μια ενδιάμεση κατηγορία, όπου φαίνεται να υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να προκύψουν εφαρμογές ακόμα και αν γίνεται για να ικανοποιήσει την περιέργεια και οδηγεί σε νέες θεμελιώδεις κατανοήσεις. 'Ενα παράδειγμα είναι η έρευνα πάνω στις ιδιότητες των διδιάστατων ημιαγωγών.

Η διαφορά μεταξύ της βασικής, ή καθαρής, και της εφαρμοσμένης επιστήμης περιγράφηκε πολύ όμορφα από τον J.J. Thomson -τον επιστήμονα που ανακάλυψε το ηλεκτρόνιο- σε μία ομιλία του το 1916:
"Με τον όρο έρευνα στην καθαρή επιστήμη εννοώ την έρευνα που γίνεται χωρίς να έχουμε ιδέα για την εφαρμογή της στο βιομηχανικό τομέα αλλά που έχει αποκλειστικό στόχο τη διεύρυνση της γνώσης μας για τους Νόμους της Φύσης. Θα δώσω μόνο ένα παράδειγμα της "χρησιμότητας" τέτοιου είδους έρευνας, μια περίπτωση που έχει τονιστεί ιδιαίτερα από τον Πόλεμο - εννοώ τη χρήση των ακτίνων-Χ στη χειρουργική.
Τώρα, πώς ανακαλύφθηκε αυτή η μέθοδος; Δεν ήταν το αποτέλεσμα έρευνας στην εφαρμοσμένη επιστήμη που προσπαθούσε να βρει μία καλύτερη μέθοδο εντοπισμού των πληγών από σφαίρες. Τέτοιου είδους έρευνα θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατασκευή βελτιωμένων καθετήρων, αλλά δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι θα οδηγούσε στην ανακάλυψη των ακτίνων-Χ. 'Οχι, αυτή η μέθοδος ανακαλύφθηκε εξαιτίας της έρευνας στην καθαρή επιστήμη, που γινόταν με στόχο να ανακαλύψουμε ποια είναι η φύση του Ηλεκτρισμού."

Ο Thomson συνέχισε λέγοντας ότι η εφαρμοσμένη επιστήμη οδηγεί σε βελτιώσεις παλαιών μεθόδων, ενώ η βασική επιστήμη οδηγεί σε νέες μεθόδους, και ότι "η εφαρμοσμένη επιστήμη οδηγεί σε μεταρρυθμίσεις, ενώ η καθαρή επιστήμη οδηγεί σε επαναστάσεις και οι επαναστάσεις, πολιτικές και επιστημονικές, είναι ισχυρά εργαλεία εάν είσαι με το μέρος του νικητή". Το σημαντικό και πολύ δύσκολο ερώτημα για τους υπεύθυνους για τη χρηματοδότηση της επιστήμης είναι πώς να είναι με το μέρος των νικητών.

3. Τα οφέλη από τη Βασική Επιστήμη
Μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις κατηγορίες πλεονεκτημάτων, οι οποίες αναλύονται διαδοχικά παρακάτω:

1. Συμβολή στον πολιτισμό
2. Η πιθανότητα ανακαλύψεων με τεράστια οικονομική και πρακτική σημασία
3. Παράπλευρα προϊόντα και ώθηση της βιομηχανίας
4. Παιδεία

3.1 Συμβολή στον Πολιτισμό
Οι ζωές μας εμπλουτίστηκαν και η αντίληψή μας άλλαξε, για παράδειγμα, με τη γνώση του ηλιοκεντρικού συστήματος, του γενετικού κώδικα, του πώς λειτουργεί ο ήλιος, του γιατί ο ουρανός είναι γαλάζιος, της διαστολής του Σύμπαντος. Το θέμα τέθηκε κομψά, αν όχι υπεροπτικά, από τον Bob Wilson (τον πρώτο Διευθυντή του Fermilab, ενός μεγάλου εργαστηρίου σωματιδιακής φυσικής κοντά στο Σικάγο), ο οποίος, όταν ρωτήθηκε από την Επιτροπή του Κογκρέσου "Τι θα συνεισφέρει το εργαστήριό σας στην άμυνα των Ηνωμένων Πολιτειών;", απάντησε "Τίποτα, αλλά θα είναι τέτοιο που θ' αξίζει να το υπερασπιστούμε". Γενικά όμως, οι επιστήμονες είναι εντυπωσιακά ντροπαλοί στο να εγείρουν επιχειρήματα σχετικά με τον πολιτισμό, κι αυτό είναι αρχαίο φαινόμενο όπως φαίνεται από τον ακόλουθο διάλογο από την Πολιτεία του Πλάτωνα:
Σωκράτης: Τι λες τώρα να ορίσομε ως τρίτο μάθημα (που αποτελεί τη αληθινή παιδεία) την αστρονομία, ή δεν την εγκρίνεις;
Γλαύκων: Πώς όχι; Γιατί το να' χει κανείς περισσότερη ευαισθησία για τις εποχές, τους μήνες και τις χρονιές, είναι ένα πλεονέκτημα χρήσιμο όχι μόνο στη γεωργία και στη ναυτιλία, αλλά και στη στρατηγική όχι λιγότερο.
Σωκράτης: Είσαι μα την αλήθεια πολύ νόστιμος, γιατί φαίνεσαι πως φοβάσαι τους πολλούς, μήπως νομιστείς ότι εισάγεις άχρηστα μαθήματα

(Πολιτεία Πλάτωνα, Εδάφιο 527D, Μετάφραση Ιωάννης Γρυπάρης, Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων, Εκδόσεις Ι. Ζαχαρόπουλος)

Θεωρώ πως οι επιστήμονες θα έπρεπε να τονίζουν τη σημασία που έχει η επιστήμη για τον πολιτισμό πιο θαρραλέα. Ιδιαίτερα, η δημόσια δαπάνη για τη σωματιδιακή φυσική μπορεί και πρέπει να δικαιολογείται εκτενώς για πολιτιστικούς λόγους. Η παγκοσμιοποίηση της σωματιδιακής φυσικής βοηθά σε αυτή την κατεύθυνση, και είναι σχετικά εύκολο να πειστούν οι περισσότεροι άνθρωποι ότι η ανθρωπότητα ως σύνολο οφείλει να συνεχίσει να εξερευνά αυτό το σύνορο της γνώσης, και έχει τους πόρους για να το κάνει. 'Οταν κανείς υπερασπίζεται τη σωματιδιακή φυσική, μπαίνει στον πειρασμό επικαλεστεί τα παράπλευρα προϊόντα της, όπως το World Wide Web που επινοήθηκε στο CERN (πιο πολλά παραδείγματα δίνονται παρακάτω), αλλά κατά τη γνώμη μου αυτά αποτελούν δευτερεύον επιχείρημα και αυτό που θα πρέπει να μπει πρώτο είναι η συνεισφορά στη γνώση. Από την εμπειρία μου το κοινό θεωρεί αυτό το επιχείρημα το ίδιο, αν όχι περισσότερο, πειστικό με τα τα παράπλευρα προϊόντα, και είναι επικίνδυνο να βασίσει κανείς την επιχειρηματολογία του σε παραδείγματα τέτοιων προϊόντων που ίσως δεν αντέχουν σε προσεκτική ανάλυση.

3.2 Η πιθανότητα ανακαλύψεων με τεράστια οικονομική και πρακτική σημασία
Δεν είναι δύσκολο να αποδείξει κανείς ότι η δαπάνη για τη βασική επιστήμη οδηγεί συχνά σε ανακαλύψεις τεράστιας οικονομικής και πρακτικής σημασίας, είναι εξαιρετικά κερδοφόρα, και έχει πληρώσει τα έξοδά της εύκολα. Ο Casimir, ο διάσημος θεωρητικός φυσικός, που ήταν κάποτε Διευθυντής του Ερευνητικού Τμήματος της Philips, έχει δώσει έναν εξαιρετικό κατάλογο παραδειγμάτων:
"'Εχω ακούσει δηλώσεις ότι ο ρόλος της ακαδημαϊκής έρευνας στην πρόοδο και την καινοτομία δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Αυτό είναι η πιο κραυγαλέα ανοησία πάνω στην οποία η τύχη με έκανε να σκοντάψω.
Ασφαλώς, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει τάχα ότι τα τρανζίστορ θα μπορούσαν να έχουν ανακαλυφθεί από ανθρώπους που δεν είχαν μελετήσει και δεν έιχαν συμβάλλει στη μηχανική των κυμάτων και στην κβαντική θεωρία των στερεών. Αυτό όμως που έγινε είναι ότι οι δημιουργοί των τρανζίστορ ήταν τέλειοι γνώστες και συνέβαλαν μάλιστα στην κβαντική θεωρία των στερεών.
Θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει εάν τα βασικά κυκλώματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών επινοήθηκαν από ανθρώπους που επιθυμούσαν να φτιάξουν υπολογιστές. Στην πραγματικότητα, ανακαλύφθηκαν τη δεκαετία του τριάντα από φυσικούς που αντιμετώπιζαν το πρόβλημα της μέτρησης πυρηνικών σωματιδίων γιατί ενδιαφέρονταν για την πυρηνική φυσική.
Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς εάν η πυρηνική ενέργεια εμφανίστηκε γιατί οι άνθρωποι ήθελαν να βρουν νέες πηγές ενέργειας ή εάν η επιθυμία για μια νέα πηγή ενέργειας οδήγησε στην ανακάλυψη του πυρήνα του ατόμου. 'Ισως - μόνο που δεν έγινε μ' αυτόν τον τρόπο. Θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει εάν θα υπήρχε η ηλεκτρονική βιομηχανία χωρίς την πρότερη ανακάλυψη των ηλεκτρονίων από ανθρώπους σαν τον Thomson και τον H.A. Lorentz. Και πάλι δεν έγινε έτσι.
Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς εάν τα επαγωγικά πηνία στις μηχανές των αυτοκινήτων θα μπορούσαν να έχουν κατασκευαστεί από εταιρείες που ήθελαν να φτιάξουν μηχανοκίνητα οχήματα και εάν θα σκόνταφταν στους νόμους της επαγωγής. Αλλά οι νόμοι της επαγωγής ανακαλύφθηκαν από τον Faraday πολλές δεκαετίες πριν απ' αυτό.
'Η εάν, σε μια προσπάθεια να προσφέρει καλύτερη επικοινωνία, θα μπορούσε να έχει βρει κανείς τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Δεν ανακαλύφθηκαν με αυτόν τον τρόπο. Βρέθηκαν από τον Hertz που έδωσε έμφαση στην ομορφιά των φυσικών νόμων και στήριξε τη δουλειά του πάνω στη θεωρητική μελέτη του Maxwell. Νομίζω ότι δεν υπάρχει σχεδόν κανένα παράδειγμα κάποιας καινοτομίας στον εικοστό αιώνα που να μη χρωστά την ύπαρξή της στη βασική επιστημονική σκέψη".

Τα παραδείγματα του Casimir έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά:

Θα επιστρέψουμε σε κάποιες από τις συνέπειες αυτών των χαρακτηριστικών αργότερα.

'Εχουν γίνει κάποιες προσπάθειες να ποσοτικοποιηθούν οι τεράστιες ανταμοιβές της βασικής έρευνας. Θα αναφέρω τρεις [*]:

1. Μία πρόσφατη μελέτη του Εθνικού Ιδρύματος Επιστημών των Ηνωμένων Πολιτειών έδειξε ότι το 73% των επιστημονικών ανακοινώσεων που αναφέρονται σε βιομηχανικές πατέντες εκδόθηκαν στην κατηγορία "επιστήμη κοινής ωφέλειας", και πρόκειται για επιστημονικές ανακοινώσεις που προέρχονται καθαρά από τη βασική έρευνα που γίνεται στα καλύτερα ερευνητικά εργαστήρια, πανεπιστημιακά και κρατικά.

2. Στην πρώτη μελέτη που έγραψα πάνω σε αυτό το θέμα 1, με τον γνωστό οικονομολόγο John Kay, υπολογίσαμε -με βάση τη συντηρητική υπόθεση ότι χωρίς τον ηλεκτρισμό το εθνικό εισόδημα θα ήταν τουλάχιστον 5% μικρότερο από ό,τι είναι σήμερα- ότι το όφελος της Βρετανικής οικονομίας από την επιτάχυνση της ανάπτυξης του ηλεκτρισμού από τους Faraday, Maxwell και άλλους κατά ένα χρόνο θα ήταν (το 1985) τουλάχιστον L20B, ή περίπου L40B σήμερα. Αυτό το παράδειγμα μετατράπηκε αργότερα σε προσφιλή δήλωση της κυρίας Θάτσερ στα μέσα ενημέρωσης, που αρεσκόταν να λέει πως το έργο του Faraday άξιζε περισσότερο από την αποτίμηση ολόκληρου του βρετανικού χρηματιστηρίου.

3. Μια συχνά χρησιμοποιούμενη μελέτη του Mansfield 10 του 1991 ισχυριζόταν ότι αποδείκνυε ότι η δημόσια επένδυση στη βασική επιστήμη φέρνει επιστροφή του 28% της δαπάνης. Τα νούμερα του Mansfield προκύπτουν από ένα δείγμα 75 μεγάλων Αμερικανικών εταιρειών σε επτά κατασκευαστικούς βιομηχανικούς κλάδους (επεξεργασία πληροφορίας, ηλεκτρικές συσκευές, χημικά, εργαλεία, φάρμακα, μέταλλα και πετρέλαιο). Συνέλεξε τα στοιχεία του από στελέχη των εταιρειών υπεύθυνα για την 'Ερευνα και την Ανάπτυξη, και αυτά τα στοιχεία αφορούσαν στην αναλογία των νέων προϊόντων και εξελίξεων που εμπορευματοποιήθηκαν στη δεκαετία 1975-85 και που, σύμφωνα με τα στελέχη, δεν θα είχαν αναπτυχθεί (τουλάχιστον χωρίς σημαντική καθυστέρηση) εάν απουσίαζε η σχετική ακαδημαϊκή έρευνα για μια δεκαπενταετία από την πρώτη εμφάνιση της εκάστοτε καινοτομίας. Η εργασία του Mansfield δείχνει καθαρά ότι υπάρχουν μεγάλες απολαβές, αλλά η ανάλυσή του στηρίζεται σε πολλές υποθέσεις και τα πραγματικά νούμερα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με κάποια αμφιβολία. Πράγματι, με δεδομένη την καθόλου γραμμική σχέση ανάμεσα στην έρευνα και στα τελικά προϊόντα, η ποσοτική μέτρηση είναι καθαρά ουσιαστικά αδύνατη.

Συχνά λέγεται ότι τα παραδείγματα που δίνονται πιο πάνω είναι όλα πολύ καλά, αλλά δεν μπορεί να φανταστεί κανείς μεγάλο κέρδος από τόσο κλειστές επιστήμες σαν τη σωματιδιακή φυσική. Πράγματι, πεδία έρευνας σαν αυτά που αναφέρει ο Casimir θεωρούνταν ως πεδία αποκλειστικά για μυημένους στην εποχή τους, και ο κίνδυνος τέτοιων a priori ισχυρισμών φαίνεται από την πρόσφατη χρήση της θεωρίας των αριθμών στην κρυπτολογία, παρ' όλο που μόλις 20 χρόνια πριν θα θεωρούνταν ένας από τους πιο "άχρηστους" κλάδους των μαθηματικών.

Είναι αλήθεια ότι μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν άμεσες εφαρμογές των ανακαλύψεων της σωματιδιακής φυσικής, αλλά έχουν υπάρξει κάποιες παρολίγο επιτυχίες. Για παράδειγμα, εάν το μιόνιο (ένα ασταθές σωματίδιο που ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του 1940) ζούσε κάπως περισσότερο πριν διασπαστεί, τα μιόνια θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως καταλύτες στην πυρηνική σύντηξη και να παράγουν τεράστια ποσά ενέργειας. Η ανακάλυψη μακρόβιων φορτισμένων σωματιδίων που θα μπορούσαν να δρουν ως καταλύτες στην πυρηνική σύντηξη δεν βρίσκεται μόνο στη σφαίρα της φαντασίας. Για να δώσουμε ένα άλλο ικανό παράδειγμα, ορισμένες "μεγαλοενοποιημένες" θεωρίες των γνωστών δυνάμεων προβλέπουν την ύπαρξη μονοπόλων, που θα μπορούσαν να καταλύουν τη διαδικασία διάσπασης του πρωτονίου, παρέχοντας έτσι απεριόριστη ενέργεια.

Δεν είναι λοιπόν αλήθεια ότι η εφαρμογή της γνώσης που αποκτήθηκε από τη σωματιδιακή φυσική είναι αδύνατη, ακόμα κι αν δεν είναι πολύ πιθανή. Αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι δεν θα είμαστε σε θέση να εκμεταλλευτούμε τους νόμους της φύσης αν δεν τους ανακαλύψουμε.

[*] Βλ Αναφορά 4 για περαιτέρω συζήτηση.

3.3 Παράπλευρα προϊόντα και ώθηση στη βιομηχανία
Με τον όρο παράπλευρα προϊόντα, εννοώ συσκευές και τεχνικές που έχουν αναπτυχθεί για να γίνει βασική έρευνα και που κατέληξαν να έχουν και άλλες χρήσεις. Δίνω κάποια παραδείγματα από τη σωματιδιακή φυσική (πολλά θα μπορούσαν να πιστωθούν το ίδιο καλά στην πυρηνική φυσική, από την οποία αναπτύχθηκε η σωματιδιακή φυσική) :

Οι άνθρωποι συχνά φαίνεται να πιστεύουν ότι ένας τέτοιος μακρύς κατάλογος παράπλευρων προϊόντων από τη σωματιδιακή φυσική είναι αρκετός για να δικαιώσει τη δαπάνη για το αντικείμενό μας. Αλλά, το να δικαιωθείς έτσι δεν είναι τόσο εύκολο. Πρώτον θα ήταν απαραίτητο να ποσοτικοποιήσουμε τα οικονομικά οφέλη. Δεύτερον, πρέπει να αναλύσουμε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα εάν χρησιμοποιούσαμε τους πόρους που έχουν χρηματοδοτήσει τη σωματιδιακή φυσική με άλλους τρόπους, δηλαδή να επεξεργαστούμε το λεγόμενο κόστος ευκαιρίας. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η μεγάλη δαπάνη για το CERN δημιουργεί παράπλευρα προϊόντα: αντιθέτως, θα ήταν μεγάλη έκπληξη εάν δεν δημιουργούσε, και η δαπάνη τέτοιας έκτασης σε άλλες τεχνολογικές δραστηριότητες θα δημιουργούσαν επίσης θετικές παρενέργειες.

Παρ' όλ' αυτά, είναι σίγουρα δίκαιο να πούμε ότι θα έπρεπε να εκτιμηθεί και η αξία των παράπλευρων προϊόντων όταν υπολογίζουμε το κόστος της βασικής έρυνας, και είναι πολύ πιθανό οι ειδικές απαιτήσεις της σωματιδιακής φυσικής για ιδιαίτερα πολύπλοκη και εξειδικευμένη τεχνολογία να δημιουργεί ακριβώς τις προϋποθέσεις για την παραγωγή των παράπλευρων προϊόντων. Πράγματι, σε γενικές γραμμές οι οικονομικοί αναλυτές αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο τη σημασία των των παράπλευρων προϊόντων, ειδικά αυτών με τη μορφή οργάνων που κατασκευάζονται για να κάνουν θεμελιώδη έρευνα4). Πολλά από τα τεχνολογικά εργαλεία σε ένα σύγχρονο εργοστάσιο ηλεκτρονικών ξεκίνησαν από εργαστήρια πανεπιστημίων, και υπάρχουν πολλά παραδείγματα οργάνων που πέρασαν από όλη ή από μέρος της αλυσίδας, από τη φυσική στη χημεία, τη βιολογία, την κλινική ιατρική, στην προστασία της υγείας.

Με δεδομένο ότι οι επιστήμονες που ασχολούνται με τη βασική έρευνα κινητοποιούνται από την επιθυμία τους να κερδίζουν την πρωτιά, και γενικά να δημοσιεύουν και να διαφημίζουν τη δουλειά τους, ενώ οι επιστήμονες που ασχολούνται με τις εφαρμογές και εργάζονται στη βιομηχανία παρακινούνται από την επιθυμία να προστατεύουν, να κρύβουν και να πατεντάρουν, ίσως παραδόξως ισχύει ότι υπάρχουν περισσότερα των παράπλευρα προϊόντα από τη βασική παρά από την εφαρμοσμένη επιστήμη. Ακόμα κι ένας τομέας τόσο αφηρημένος και εσωστρεφής όπως η γενική θεωρία της σχετικότητας (η θεωρία του Αϊνστάιν για τη βαρύτητα) έχει δώσει ένα των παράπλευρο προϊόν. Είναι το θαύμα της ναυσιπλοϊας γνωστό ως Παγκόσμιο Σύστημα Προσδιορισμού Θέσης (Global Positioning System, GPS), που μπορεί άμεσα και αυτόματα να σε πληροφορήσει για τη θέση και το ύψος σου με ακρίβεια περίπου δέκα μέτρων οπουδήποτε κι αν είσαι πάνω στη Γη. Πάνω από 160 κατασκευαστές σε όλον τον κόσμο αναπτύσσουν συστήματα που βασίζονται στο GPS, για μια νέα αγορά πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτά τα συστήματα λειτουργούν συγκρίνοντας τους χρόνους σημάτων που λαμβάνουν από διαφορετικούς δορυφόρους. Τα ρολόγια στους δορυφόρους είναι ειδικά ατομικά ρολόγια των οποίων η τεχνολογία αναπτύχθηκε ειδικά, χωρίς άλλο κίνητρο, για να γίνει έρευνα πάνω στη γενική θεωρία της σχετικότητας, και ιδιαίτερα για να ελεγχθεί η πρόβλεψη του Αϊνστάιν ότι τα ρολόγια λειτουργούν διαφορετικά σε διαφορετικά βαρυτικά πεδία.

Η "Μεγάλη Επιστήμη" παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην κινητοποίηση της βιομηχανίας για την παραγωγή προϊόντων με μεγάλες απαιτήσεις και/ή με λειτουργία στα όρια ή και πέρα από τα όρια των σημερινών δυνατοτήτων. Δύο μελέτες 11-13 έχουν επιχειρήσει να μετρήσουν μία ποσότητα που οι δημιουργοί της αποκαλούν

"Οικονομική χρησιμότητα" = αύξηση τζίρου + εξοικονόμηση κόστους

που έχει προκύψει από τα συμβόλαια που έχουν ανατεθεί από το CERN (συμπληρωματικές πωλήσεις στο CERN δεν συμπεριλαμβάνονται στην αύξηση τζίρου). Αυτό έγινε με συνεντεύξεις ενός πολύ μεγάλου δείγματος εταιρειών που είχαν συμβόλαια υψηλής τεχνολογίας με το CERN την περίοδο 1973-1982 (για ηλεκτρονικά συστήματα, οπτικά συστήματα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ηλεκτρικό εξοπλισμό, κενό, κρυοστατική, υπεραγωγιμότητα, χάλυβα και συγκολλήσεις, και μηχανικά συστήματα ακριβείας). Οι υπολογισμοί έγιναν από τους ιθύνοντες της βιομηχανίας, και όχι από το CERN, και στις περιπτώσεις που υπήρχε αμφιβολία χρησιμοποιήθηκαν οι πιο μικροί αριθμοί.

Το συμπέρασμα ήταν ότι τα συμβόλαια υψηλής τεχνολογίας που ανατέθηκαν από το CERN έχουν οικονομική χρησιμότητα (κανονικοποιημένη σύμφωνα με την αξία των αρχικών συμβολαίων) της τάξης του 3.0, δηλαδή κάθε ECU που πληρώθηκε σε μια βιομηχανία παράγει3 ECU σε χρησιμότητα (κανονικοποιημένη με το συνολικό προϋπολογισμό του CERN, η οικονομική χρησιμότητα ήταν 1.2). Μπορεί να σημειωθεί ότι μόνο το 24% της αύξησης των πωλήσεων που σχετίζονται με το CERN με τον τρόπο που περιγράφηκε πιο πάνω απορροφήθηκε από την αγορά της πυρηνικής φυσικής και της φυσικής υψηλών ενεργειών, ενώ οι υπόλοιπες πωλήσεις αφορούν άσχετα πεδία, όπως είναι η ηλιακή ενέργεια, η ηλεκτρική βιομηχανία, οι σιδηρόδρομοι, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και οι τηλεπικοινωνίες. Παρ' όλο που δεν έχουν γίνει παρόμοιες μελέτες τα τελευταία χρόνια, συνεντεύξεις από ανθρώπους της βιομηχανίας που έγιναν στα πλαίσια διδακτορικών διατριβών στην εφαρμοσμένη οικονομία επιβεβαιώνουν την ισχυρή χρησιμότητα από τα συμβόλαια του CERN.

Είναι ενδιαφέρον να αναφέρω ότι μια παρόμοια μελέτη 12, 14, 15 που έγινε με εντολή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για το Διάστημα (European Space Agency, ESA) κατέληξε σε έναν παρόμοιο παράγοντα (2.9 στη μελέτη του 1982, 3.2 στη μελέτη του 1988, ή 1.6 όταν κανονικοποιηθεί στον συνολικό προϋπολογισμό), αν και το 80% περίπου της αύξησης των πωλήσεων που έχουν σχέση με τον ESA παραμένει στον τομέα του διαστήματος και το υπόλοιπο αποροφάται κυρίως από την αεροναυτική και την άμυνα.

[*] Υπάρχουν περίπου 10,000 επιταχυντές στον κόσμο σήμερα, από τους οποίους μόνο οι 100 χρησιμοποιούνται για τον αρχικό σκοπό για τον οποίο σχεδιάστηκαν, την έρευνα στην πυρηνική ή τη σωματιδιακή φυσική.

[**] Οι κρύσταλλοι που αναπτύχθηκαν για τα πειράματα του επιταχυντή LEP στο CERN χρησιμοποιούνται σήμερα για ιατρική απεικόνιση σε εκατοντάδες νοσοκομεία, και οι κρύσταλλοι αυτοί στην πορεία θα αντικατασταθούν χωρίς αμφιβολία από κρυστάλλους με ανώτερες ιδιότητες, και θα είναι αυτοί που μελετώνται και εξελίσσονται σήμερα για τον μελλοντικό επιταχυντή LHC του CERN.

[***] Μία βρετανική ομάδα υπολόγισε πρόσφατα ότι το Web, που επινοήθηκε στο CERN, παράγει ήδη το 5% των πωλήσεων μεγάλων εταιρειών, και ότι αυτό το ποσοστό θα αυξηθεί στο 20% μέχρι το τέλος της δεκαετίας.

3.4 Παιδεία
Η έρευνα στη βασική επιστήμη προσφέρει εξαιρετική εξάσκηση στη λύση προβλημάτων για εκείνους που συνεχίζουν την καριέρα τους στην εφαρμοσμένη έρευνα ή στην ανάπτυξη της βιομηχανίας. Ακόμα περισσότερο, αυτό δημιουργεί πολύτιμα δίκτυα επικοινωνίας ανάμεσα στους ερευνητές σε διάφορες βιομηχανίες και στον ακαδημαϊκό χώρο, σύνδεσμοι που δεν θα υπήρχαν εάν το σύνολο της εκπαίδευσης γινόταν στη βιομηχανία. Η αξία τέτοιων δικτύων αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο από τους οικονομολόγους ως συμβολή της βασικής επιστήμης που χρηματοδοτείται από το δημόσιο τομέα 4.

Στην ιδιαίτερη περίπτωση της εργασίας που γίνεται στην πειραματική φυσική των σωματιδίων, υπολογίζεται ότι περίπου 300 Διδακτορικές Διατριβές δίνονται παγκοσμίως κάθε χρόνο βασισμένες σε δουλειά που γίνεται στο CERN (το σύνολο των Διδακτορικών που γίνονται στον τομέα αυτό παγκοσμίως ίσως φτάνει στο διπλάσιο), και ότι τουλάχιστον οι μισοί από αυτούς τους διπλωματούχους εργάζονται τελικά στη βιομηχανία ή το εμπόριο, όπου τυχαίνει μεγάλης εκτίμησης η εμπειρία της συμμετοχής τους σε προγράμματα πολύ υψηλής τεχνολογίας μέσα σε μεγάλες πολυεθνικές ομάδες στο CERN και σε άλλα εργαστήρια επιταχυντών.

Επιπρόσθετα, υπάρχουν αποδείξεις ότι η βασική επιστήμη (στην περίπτωση της φυσικής 16, ιδίως η αστρονομία και η σωματιδιακή φυσική, με ηχηρές λέξεις όπως οι μαύρες τρύπες και τα κουάρκ) παίζει έναν σημαντικό ρόλο στην πυροδότηση του ενδιαφέροντος των νέων για την επιστήμη και την τεχνολογία. Αυτό είναι πολύ σπουδαίο, παρ' όλο που το αποτέλεσμα είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί.

4. Γιατί οι Κυβερνήσεις πρέπει να υποστηρίζουν τη Βασική Επιστήμη
Η χρηματοδότηση της βασικής επιστήμης είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα για την κοινωνία στο σύνολό της, αλλά δεν εμπίπτει στα ενδιαφέροντα οποιουδήποτε ιδιώτη επενδυτή. Εκείνοι που κάνουν θεμελιώδεις ανακαλύψεις γενικά δεν δρέπουν τους καρπούς των προσπαθειών τους -οι νόμοι της φύσης δεν μπορούν να πατενταριστούν και οι εφαρμογές τους είναι πολύ μακροπρόθεσμες και απρόβλεπτες- και τα πολιτισμικά και εκπαιδευτικά οφέλη δεν γεννούν άμεσα κέρδη.

Οι κληρονόμοι του Νεύτωνα (εάν είχε κανέναν) θα ήταν πλούσιοι εάν είχε καταστεί δυνατό να πατεντάρει τον διαφορικό λογισμό και θα εισέπρατταν πνευματικά δικαιώματα όποτε χρησιμοποιούνταν, αλλά δεν μπορείς να αξιώσεις την πατέντα των μαθηματικών νόμων.

Λίγοι επιστήμονες έχουν την προνοητικότητα του Faraday ο οποίος, σε απάντηση της ερώτησης του Gladstone "Σε τι χρησιμοποιείται ο ηλεκτρισμός;" είπε "Μια μέρα Κύριε μπορεί να τον φορολογήσετε". Πιο συνήθης είναι η παρατήρηση του Rutherford, που ανακάλυψε τον πυρήνα του ατόμου και στα μέσα της δεκαετίας του '30 δήλωνε ότι "'Οποιος προσδοκά σε μία πηγή ενέργειας από το μετασχηματισμό των ατόμων λέει ανοησίες".

Η κβαντομηχανική οδήγησε στη σύγχρονη ηλεκτρονική και στα λέιζερ, αλλά ακόμα και με το πλεονέκτημα αυτής της εκ των υστέρων γνώσης, η επένδυση στην έρευνα που οδήγησε στην κβαντομηχανική δεν θα ήταν μια καλή εμπορική επένδυση, το υπόβαθρο της γνώσης δεν θα μπορούσε να προστατευθεί, η χρονική καθυστέρηση ανάμεσα στην ανάπτυξη της θεωρίας και της εφαρμογής της ήταν πολύ μεγάλη και τα αποτελέσματά της πολύ απρόβλεπτα.

'Ετσι η επένδυση στη βασική επιστήμη δεν είναι ενδιαφέρουσα για καμία ιδιωτική επιχείρηση, αλλά ακόμα κι έτσι είναι πολύ σημαντική για την κοινωνία ως σύνολο, δηλαδή η βασική επιστήμη είναι αυτό που ορίζουν οι οικονομικοί αναλυτές ως 'δημόσιο αγαθό'. Τα δημόσια αγαθά είναι πράγματα όπως οι φάροι ή ο αμυντικός εξοπλισμός, τα οποία είναι ακριβά στην παραγωγή τους, αλλά όταν κατασκευασθούν είναι ουσιαστικά αυτόματα διαθέσιμα σε όλους τους ανθρώπους ακόμα κι αν είναι απρόθυμοι να τα πληρώσουν [*]. Τέτοια προϊόντα γενικά υποστηρίζονται μάλλον συλλογικά από τις κυβερνήσεις.

Γι' αυτό το λόγο οι κυβερνήσεις θα πρέπει να υποστηρίζουν και τη βασική επιστήμη, στη βάση της ωφέλειας από τη γνώση που κατακτιέται άμεσα, των παράπλευρων προϊόντων και της εκπαίδευσης που προσφέρει, αλλά και για πολιτιστικούς λόγους.

'Οποτε το κέρδος είναι εύκολο να προβλεφθεί, η βιομηχανία θα επενδύει και οι δημόσιοι φορείς θα μπορούν τότε γενικά να απέχουν, παρ' όλο που μπορούν να παίξουν κάποιο ρόλο, ενθαρρύνοντας για παράδειγμα την επαφή και τη συνεργασία ανάμεσα στη βιομηχανία και τα πανεπιστήμια. Γι' αυτό ένα μεγάλο μέρος της εφαρμοσμένης επιστήμης αποτελεί ευθύνη της βιομηχανίας. Εντούτοις, η κατάσταση δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη, μια και δεν είναι πάντα προβλέψιμο αν η εφαρμοσμένη επιστήμη θα οδηγήσει σε άμεσο κέρδος, π.χ. η έρευνα για τις καρδιακές ασθένειες θα μπορούσε να οδηγήσει σε φάρμακα με πατέντα ή στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ανάγκη για καλύτερη διατροφή και περισσότερη άσκηση. Πηγαίνοντας ακόμα μακρύτερα, η δημόσια χρηματοδότηση είναι προφανώς απαραίτητη για την έρευνα σε θέματα όπως το περιβάλλον ή τη συγκοινωνιακή πολιτική.

Αυτή η ανάλυση οδηγεί στα ερωτήματα:
1. Εάν η χρηματοδότηση της βασικής επιστήμης δεν ενδιαφέρει κανέναν ιδιώτη, ενδιαφέρει μία μεμονωμένη χώρα;
2. Πώς διαλέγεις τι να χρηματοδοτήσεις και ως ποιο σημείο το χρηματοδοτείς;

Υπάρχουν αρκετές απαντήσεις στην πρώτη ερώτηση. Πρώτον, θεωρώ ότι οι αναπτυγμένες χώρες έχουν την ευθύνη να χρηματοδοτούν τη βασική επιστήμη προς όφελος της κοινωνίας συνολικά. Δεύτερον, μια δραστήρια βάση θεμελιώδους έρευνας διατηρεί και ενθαρρύνει την τεχνολογική ανάπτυξη. Ο ρόλος της έρευνας στην εκπαίδευση των επιστημόνων που θα δουλέψουν κατόπιν στη βιομηχανία, και στη δημιουργία δικτύων επικοινωνίας είναι εξαιρετικά σημαντικά στοιχεία. Η γεωγραφική εγγύτητα σε ερευνητικά κέντρα δίνει κάποια πλεονεκτήματα στην εκμετάλλευση της παραγωγής τους, και τα παράπλευρα προϊόντα και οι σχετικές εταιρείες είναι πολύ πιθανό να εμφανιστούν στην περιοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι η Silicon Valley βρίσκεται κοντά στο Πανεπιστήμιο Stanford ή ότι υπάρχει ένα τεράστιο συγκρότημα εταιρειών υψηλής τεχνολογίας πολύ κοντά στη Βοστώνη (δυστυχώς δεν είναι τόσο εύκολο να βρεθούν αντίστοιχα παραδείγματα στην Ευρώπη εξαιτίας της πιο αδύναμης επιχειρηματικής κουλτούρας στα Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα.

Παρ' όλ' αυτά μπορούμε να ρωτήσουμε, τι συμβαίνει στην Ιαπωνία;

[*] Ενώ τα αποτελέσματα της βασικής επιστημονικής έρευνας είναι γενικά διαθέσιμα ελεύθερα, απαιτούνται υψηλά εκπαιδευμένοι άνθρωποι για να αφομοιώσουν τις επιστημονικές δημοσιεύσεις και για να εκμεταλλευτούν τα επιστημονικά ευρήματα. Με αυτή την έννοια τα αποτελέσματα της βασικής επιστήμης δεν είναι ένα "ελεύθερο δημόσιο αγαθό". Αλλά θεωρώ ότι η συνολική ωφέλεια της βασικής επιστήμης (τα προϊόντα της έρευνας, τα παράπλευρα προϊόντα, η απαραίτητη βασική εξάσκηση για να χρησιμοποιηθούν τα αποτελέσματα, κ.λπ.) είναι ένα δημόσιο αγαθό.

5. Μπορούμε να την αφήσουμε σε άλλους; Μαθήματα από την Ιαπωνία;
Το ερώτημα εάν η βασική έρευνα μπορεί να ανατεθεί σε άλλους άρχισε να τίθεται τη δεκαετία του '80, ιδιαίτερα τις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν πολλές αγορές βασισμένες στην επιστήμη εξαφανίστηκαν προς την Ιαπωνία, συμπεριλαμβανομένων κάποιων πολύ εξειδικευμένων τομέων όπως η "δυναμική" μνήμη (Dynamic Access Random Memory, DRAM), και τέθηκε ακόμα και το ερώτημα εάν η βιομηχανία ημιαγωγών στις Ηνωμένες Πολιτείες θα επιβιώσει. Η Ιαπωνία (μαζί με τη Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ και τη Νότια Κορέα) συχνά αναφερόταν ως η χώρα που είχε υπάρξει πολύ επιτυχής οικονομικά, που ήλεγχε αγορές βασισμένες στην επιστήμη αλλά που είχε στηρίξει περισσότερο την εφαρμοσμένη έρευνα και την ανάπτυξη προϊόντων παρά τη βασική επιστήμη.

'Οπως συμβαίνει συχνά, η αμερικανική βιομηχανία ημιαγωγών δεν πέθανε, και ενόσω οι σχολιαστές προέβλεπαν το θάνατό της, οι ερευνητές στις Ηνωμένες Πολιτείες δημιουργούσαν επαναστατικές νέες αγορές στη βιοτεχνολογία, τα πολυμέσα, το λογισμικό, τις ψηφιακές τηλεπικοινωνίες, κ.λπ. Εντωμεταξύ η ιαπωνική οικονομία είναι, φυσικά, σε σχετική ύφεση από το 1989.

Σε κάθε περίπτωση η Ιαπωνική Κυβέρνηση δεν επιθυμεί να αφήσει τη βασική επιστήμη σε άλλους, και το Βασικό Πλάνο Επιστήμης και Τεχνολογίας, που δημοσιεύτηκε το 1996, προβλέπει μία αύξηση 50% στη χρηματοδότηση της επιστήμης για τα επόμενα πέντε χρόνια (παρ' όλο που το αρχικό ποσοστό αύξησης δεν έχει καθοριστεί). Ακόμα περισσότερο, παλιότερα επιχειρήματα βασισμένα σε συγκριτικά επίπεδα επένδυσης σε 'Ερευνα και Ανάπτυξη ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία έχουν επαναθεωρηθεί 17. Τα στοιχεία είχαν χρησιμοποιηθεί για να στηρίξουν το επιχείρημα ότι η αύξηση της ιαπωνικής επένδυσης στην εφαρμοσμένη επιστήμη και στην τεχνολογία ήταν η αρχή της οικονομικής επιτυχίας της Ιαπωνίας τη δεκαετία του '80. Αλλά, τα νούμερα για τη συνολική μη τοπική επένδυση κεφαλαίου ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος προτείνει ένα διαφορετικό αποτέλεσμα. Οι παράγοντες που τροφοδοτούν την οικονομική ανάπτυξη είναι η προσφορά σε εργατικά χέρια και κεφάλαιο. Αφού οι αγορές εργασίας έχουν σταθεροποιηθεί, η ανάπτυξη αναμένεται να είναι ανάλογη με τη συνολική επένδυση, και με δεδομένο αυτό το γεγονός και αυτά τα νούμερα, αναμένεται να είναι μιάμιση φορά υψηλότερη στην Ιαπωνία από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά, στην πραγματικότητα, η σταθερή ανάπτυξη υπολογίζεται σε 3% στην Ιαπωνία και σε 2.5% στις Ηνωμένες Πολιτείες.

'Ετσι φαίνεται ότι η Ιαπωνική οικονομία είναι σημαντικά λιγότερο αποδοτική από την οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών (παρόμοια, στη Σιγκαπούρη, για παράδειγμα, η ανάπτυξη είναι τρεις φορές μεγαλύτερη από των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά η επένδυση είναι τέσσερις ή πέντε φορές μεγαλύτερη). Αναστρέφοντας τα συνήθη επιχειρήματα, έχει προταθεί η ιδέα 17 ότι η σχετική αναποτελεσματικότητα της Iαπωνικής οικονομίας εξαρτάται από το γεγονός ότι δίνεται λιγότερη έμφαση στη βασική έρευνα, και ότι τα πανεπιστήμια στην Ιαπωνία είναι πιο αδύναμα από τα πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτειών!

Αυτό το επιχείρημα δεν είναι ιδιαίτερα πειστικό (υπάρχουν πολλοί άλλοι μακροοικονομικοί παράγοντες, και πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι η Ιαπωνία έχει μία εθνική τράπεζα που έχει ξεπεράσει ακόμα και την Bundesbank στην άρνησή της να αναθερμάνει την οικονομία στη διάρκεια ύφεσης). Εντούτοις, η περίπτωση της Ιαπωνίας δεν δίνει αποδεικτικά στοιχεία για να υποστηρίξουμε την εναλλακτική υπόθεση ότι η μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης των πανεπιστημίων ή η υποτίμηση της αξίας της βασικής έρευνας θα ήταν μία σοφή οικονομική πολιτική.

6. Ποια Επιστήμη να Χρηματοδοτήσουμε
'Εχω δείξει ότι οικονομικοί, όπως επίσης και πολιτιστικοί, παράγοντες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η δημόσια χρηματοδότηση θα πρέπει κυρίως να στρέφεται στη βασική και όχι στην εφαρμοσμένη επιστήμη. Αλλά εάν επικαλεστούμε οικονομικούς λόγους με αυτόν τον τρόπο, δεν μπορούμε να αντιτεθούμε στη χρήση τους σε συζητήσεις για τον καταμερισμό της χρηματοδότησης σε διαφορετικές περιοχές της βασικής επιστήμης. Το πρόβλημα είναι ότι "και η πρόβλεψη και η καινοτομία είναι εξαιρετικά στοχαστικές διαδικασίες, έτσι ώστε η πιθανότητα να προβλέψεις μία καινοτομία, ως αποτέλεσμα του πολλαπλασιασμού δύο πολύ χαμηλών πιθανοτήτων, είναι, θεωρητικά, κοντά στο μηδέν."

Εάν ο Rutherford, που ανακάλυψε τον πυρήνα του ατόμου, δεν μπορούσε να προβλέψει την πυρηνική ενέργεια, θα μπορούσε να το κάνει μια κυβερνητική επιτροπή; Ποιος θα μπορούσε να προβλέψει τους θερμούς υπεραγωγούς, τα φουλερένια (μόρια fullerenes), ή το World Wide Web; Πιο πριν ανέφερα ότι ο Faraday θα μπορούσε να έχει προβλέψει της εφαρμογές του ηλεκτρισμού αλλά το 1867, εννιά χρόνια μετά το θάνατο του Faraday, μία συγκέντρωση Βρετανών επιστημόνων αποφάνθηκε ότι "Παρ' όλο που δεν μπορούμε να πούμε τι υπάρχει ακόμα να εφευρεθεί, μπορούμε να πούμε ότι δε φαίνεται να υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι ο ηλεκτρισμός θα χρησιμοποιηθεί ως μία πρακτική πηγή ενέργειας". Με παρόμοια διάθεση, είναι πολύ γνωστό ότι ο Thomas Watson, ο δημιουργός της ΙΒΜ, είπε το 1947 ότι ένας μόνο υπολογιστής "θα μπορούσε να λύσει όλα τα σημαντικά επιστημονικά προβλήματα του κόσμου που αφορούν σε επιστημονικούς υπολογισμούς" αλλά δεν προέβλεψε άλλες χρήσεις των υπολογιστών.

Η μη-προβλεψιμότητα, που είναι ο ένας λόγος για τον οποίο έχω υποστηρίξει ότι είναι ευθύνη των κυβερνήσεων να χρηματοδοτούν τη βασική επιστήμη κατ' αρχάς, σημαίνει επίσης ότι στην πράξη είναι προφανώς αδύνατο και πολύ πιθανόν επικίνδυνο, να προσπαθείς να κατανείμεις τη χρηματοδότηση της βασικής επιστήμης με βάση τη διαφαινόμενη οικονομική χρησιμότητα. Τα παραδοσιακά κριτήρια της επιστημονικής αξίας, και της αξίας των ανθρώπων που εμπλέκονται, είναι ίσως το ίδιο καλά με οποιαδήποτε άλλα, και κατά τη γνώμη μου αυτά τα κριτήρια πρέπει να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται - τελικά τα χρήματα είναι πιο άφθονα από τα μυαλά ακόμα και αυτή την εποχή που πάνω απ' όλα την ενδιαφέρει το οικονομικό κόστος.

Το γεγονός ότι τα αποτελέσματα της βασικής έρευνας είναι απρόβλεπτα δε σημαίνει ότι τα οικονομικά κίνητρα να βρεθούν λύσεις σε συγκεκριμένα εφαρμοσμένα προβλήματα είναι ασήμαντα. Οι επιστήμονες του 19ου αιώνα έψαχναν μεθόδους για την τεχνητή στερεοποίηση του αζώτου, αλλά αποτύγχαναν μέχρι που ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος στέρησε τη Γερμανία από λιπάσματα, οπότε και βρέθηκε γρήγορα μια λύση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η επιστήμη, η τεχνολογία και η οικονομία δέχθηκε την πολιτική επιταγή να πάει τον άνθρωπο στο φεγγάρι πριν το 1970. Αλλά είναι σημαντικό να καταλάβουμε πότε τέτοιου είδους κίνητρα μπορούν να είναι αποτελεσματικά και πότε δεν είναι. Ο Πρόεδρος Nixon άρχισε μία μάχη εναντίον του καρκίνου, παίρνοντας ως υπόδειγμα την επιτυχία του διαστημικού προγράμματος, αλλά απέτυχε. Ο λόγος είναι αρκετά σαφής. Οι φυσικοί νόμοι που διέπουν το ταξίδι του ανθρώπου στη σελήνη ήταν επαρκώς κατανοητοί πριν αρχίσει το διαστημικό πρόγραμμα, ενώ η γνώση μας για τους βιολογικούς νόμους που διέπουν την ανάπτυξη και τη μεταλλαγή των κυττάρων είναι ακόμα περιορισμένη.

Αυτό με οδηγεί στη χρηματοδότηση της εφαρμοσμένης έρευνας. 'Εχω υποστηρίξει ότι, γενικά, οι κρατικοί φορείς θα έπρεπε να μένουν 'μακριά από την αγορά', και να χρηματοδοτούν τομείς που στοχεύουν στο 'κοινό καλό', γιατί η ανταμοιβές είναι μακροπρόθεσμες ή όχι οικονομικές, π.χ. η έρευνα για το περιβάλλον ή το συγκοινωνιακό πρόβλημα. Η δουλειά που έχει σχέση με την αγορά μπορεί και πρέπει να αφήνεται κυρίως στη βιομηχανία, στο οποίο συμφωνεί και ο J. Baruch σε ένα πρόσφατο άρθρο 18 του οποίου βασίζεται η επόμενη παράγραφος.

Μεγάλες εταιρείες όπως η 3Μ, η ΙΒΜ, η Siemens, η Ford, κ.λπ. θέλουν να επενδύουν στην εξέλιξη των σημερινών τεχνολογιών όταν αυτή έχει κοστολογηθεί και προβλεφθεί επακριβώς, και δεν επιθυμούν την αρωγή των ακαδημαϊκών που θα τους ανάγκαζαν μόνο να μοιραστούν τα κέρδη. Ούτε οι ακαδημαϊκοί ενδιαφέρονται γενικά για μια τέτοια συνεργασία. Οι εξαιρέσεις είναι οι ακαδημαϊκοί που επιθυμούν να καινοτομήσουν με τις διαθέσιμες τεχνολογίες για να αναπτύξουν νέα όργανα και συσκευές για την έρευνά τους (μια κατηγορία που περιλαμβάνει και τους επιστήμονες της σωματιδιακής φυσικής). Εδώ βρίσκεται ένα σημαντικό αμοιβαίο κέρδος και μια σημαντική συνέργεια μεταξύ της τεχνολογικής προόδου με σκοπό το κέρδος και της τεχνολογικής προόδου με σκοπό την έρευνα. Πραγματικά, κατά τον Baruch, "Οι άνθρωποι που έχουν τα περισσότερα να προσφέρουν (στη βιομηχανία) είναι οι αφοσιωμένοι ερευνητές επιστήμονες, όχι οι ακαδημαϊκοί τεχνοκράτες ή οι μηχανικοί, που δεν επιθυμούν να αποσπώνται από την έρευνά τους για να βοηθούν στην επίλυση κοινών τεχνολογικών προβλημάτων".

Υπήρχε μία εποχή που οι κρατικοί φορείς ήταν, όπως υποστηρίζεται εδώ, έτοιμοι να προσανατολίσουν τη χρηματοδότησή τους κυρίως στη βασική επιστήμη με βάση την επιστημονική αξία. Στη Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, η μελέτη του ΟΟΣΑ (Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και την Ανάπτυξη) του 1978 για την Προοπτική της Επιστήμης και της Τεχνολογίας βρήκε ότι "οι αντικειμενικοί στόχοι για την επιστήμη και την τεχνολογία δεν καθορίζονται κεντρικά θεωρείται ότι οι προτεραιότητες στη βασική έρευνα αποφασίζονται καλύτερα από τους ίδιους τους επιστήμονες". Αυτό έχει αλλάξει. Στη Λευκή Βίβλο της Βρετανικής Κυβέρνησης για την Επιστήμη και την Τεχνολογία το 1993, που βασιζόταν στο συλλογισμό ότι η επιστήμη και η τεχνολογία πρέπει να προσανατολιστεί στη δημιουργία πλούτου, προτάθηκε να μπουν προτεραιότητες που θα προέκυπταν από ένα πρόγραμμα "τεχνολογικής πρόβλεψης". Η αποστολή ήταν "να εξασφαλίσουμε ότι η δαπάνη της Κυβέρνησης για την επιστήμη και την τεχνολογία στοχεύει στη μέγιστη συνεισφορά στην εθνική μας οικονομία και στην 'ποιότητα ζωής' ". Αυτό δε φαίνεται πιο επικίνδυνο, ή πιο χρήσιμο, από το να αποφασίζεις να επενδύεις μόνο σε μετοχές που πρόκειται να αυξηθεί η τιμή τους. Αλλά στην πραγματικότητα, παρ' όλο που οι εκθέσεις πρόβλεψης που έγιναν είχαν κάποια θετικά αποτελέσματα, αυτά τα αποτελέσματα χρησιμοποιούνται με τρόπο που απειλεί τη βασική επιστήμη.

Τέτοιου είδους προβλέψεις έγιναν και σε άλλες χώρες. Πρώτα στην Ιαπωνία το 1970, κατόπιν στη Γαλλία, τη Σουηδία, την Ολλανδία και την Αυστραλία, και μετά ακολούθησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες που είχαν αρχικά κάποιο σκεπτικισμό. Χωρίς αμφιβολία θα ακολουθήσουν κι άλλοι, έτσι αξίζει να ειπωθεί κάτι γι' αυτές τις προβλέψεις (βλ. Αναφορά 19 για μία ανασκόπηση διαφόρων μελετών πρόβλεψης).

Τυπικά, η Διαδικασία Πρόβλεψης είναι η εξής:
1. Αναπτύσσεται με κάποιον τρόπο ένας 'σύντομος κατάλογος' με επιστήμες / τεχνολογίες με σημαντικές δυνατότητες
2. 'Ειδικοί' κάνουν έρευνα για τις τεχνολογίες του καταλόγου
3. Πολυδιάστατες ομάδες που απαρτίζονται από στελέχη πολλών κέντρων αποφάσεων συζητούν τα αποτελέσματα της έρευνας
4. Οι αναφορές από τις συζητήσεις αυτών των ομάδων παρουσιάζονται σε αυτούς που παίρνουν τις τελικές αποφάσεις

Για παράδειγμα, το πρόσφατο 'Πρόγραμμα Πρόβλεψης για την Τεχνολογία' της Μεγάλης Βρετανίας που σχεδιάστηκε για να κοιτάξει 10-20 χρόνια μπροστά στην αγορά και την τεχνολογία οργανώνει Ομάδες Πρόβλεψης για τα παρακάτω θέματα:

Το αποτέλεσμα ήταν 360 προτάσεις, με τα παρακάτω έξι κυρίαρχα θέματα:

Με βάση αυτά τα θέματα, προσδιορίστηκαν 27 γενικές προτεραιότητες για την ανάπτυξη από τις συνεργαζόμενες επιστημονικές και βιομηχανικές κοινότητες. Η αναφορά προσδιόρισε επίσης και πέντε ευρείες προτεραιότητες υποδομής:

Φαίνεται ότι υπάρχει γενική συμφωνία πως η διαδικασία αυτή έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στη σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους της βιομηχανίας, του κράτους και της ακαδημίας. Επίσης, τα αποτελέσματα είναι πιθανώς χρήσιμα ώστε να προσδιοριστούν τα σημεία με δυναμική τεχνολογικής ανάπτυξης στη χρονική κλίμακα που ενδιαφέρει τη βιομηχανία. Αλλά, για τη βασική επιστήμη υπάρχει σοβαρός κίνδυνος τα αποτελέσματα να χρησιμοποιηθούν ως βάση για το 'σχεδιασμό για την αποφυγή της αποτυχίας', και να επηρεάσουν υπερβολικά τις επιλογές χρηματοδότησης.

Πραγματικά αυτό φαίνεται να έχει συμβεί ήδη, και τα Βρετανικά Συμβούλια για την 'Ερευνα καλούνται τώρα να υπολογίσουν, ως ένα κριτήριο, εάν ένα ερευνητικό πρόγραμμα μπορεί να καλύπτει τις προτεραιότητες της πρόβλεψης, παρ' όλο που αυτή δεν ήταν η αρχική πρόθεση. 'Ενα τέτοιο κριτήριο θα είχε σαφώς εμποδίσει τον Thomson να ανακαλύψει το ηλεκτρόνιο!

7. Συμπεράσματα
'Εχω υποστηρίξει ότι:

Από το 1945 μέχρι τη δεκαετία του 1980 η στάση προς τη χρηματοδότηση της βασικής επιστήμης στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες ήταν γενικά ευνοϊκή [*]. Εκείνη την περίοδο, υπήρχε πλατειά αποδοχή των επιχειρημάτων που διατυπώθηκαν σε μια πανηγυρική μελέτη που δημοσιεύτηκε το 1945 από μία ομάδα με αρχηγό τον Vannevar Bush, τον Επιστημονικό Σύμβουλο της Αμερικανικής Προεδρίας, με τον τίτλο "Επιστήμη - το Σύνορο χωρίς Τέλος". Αυτή η μελέτη υποστήριζε ότι τα χρήματα που δαπανώνται για τη βασική έρευνα θα συμβάλλουν αργά ή γρήγορα στον πλούτο, την υγεία και την εθνική ασφάλεια, και ότι δεν θα' πρεπε να ανησυχούμε πολύ για την συγκεκριμένη μορφή που θα πάρουν αυτά τα οφέλη, και για το πότε θα υλοποιηθούν. Αυτή η άποψη επικράτησε τη δεκαετία του '60 και η δημόσια επένδυση στη βασική έρευνα αυξανόταν αισθητά χρόνο με το χρόνο. Πρέπει ωστόσο να παραδεχτούμε, πιστεύω, ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες τουλάχιστον τη δεκαετία του '50, ήταν σιωπηρά κατανοητό ότι εάν οι κυβερνήσεις ικανοποιούσαν τους επιστήμονες χρηματοδοτώντας την έρευνά τους, εκείνοι οι επιστήμονες θα ήταν σε θέση να βοηθήσουν σε περίπτωση πολέμου, όπως συνέβη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (η κυβέρνηση Ρήγκαν προσπάθησε ανεπιτυχώς να εξαργυρώσει αυτή τη σιωπηρή επιταγή όταν αναζήτησε υποστήριξη για την πρωτοβουλία του πολέμου των άστρων).

Αλλά, η αύξηση της επιστημονικής χρηματοδότησης σταμάτησε καθώς η οικονομία του δημοσίου δέχτηκε πιέσεις και υπήρχαν μεγαλύτερες απαιτήσεις για υπεύθυνη διαχείριση των δημόσιων πόρων. Η Μεγάλη Βρετανία ήταν μία από τις πρώτες χώρες που δέχθηκε τέτοιες πιέσεις το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '70. Η Ολλανδία ήταν άλλη μια από τις πρώτες περιπτώσεις, αν και εκεί οι λόγοι ήταν ότι υπήρχε η αίσθηση ότι θα έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην επιστήμη που παράγει κοινωνικά οφέλη. Το μοντέλο διήρκεσε περισσότερο στη Γερμανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, και κλονίστηκε γύρω στο 1990. Στην περίπτωση της Γερμανίας, αυτό συνέβη εξαιτίας το πολύ υψηλού και μη αναμενόμενου κόστους της ένωσης των δύο Γερμανιών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνέβη εξαιτίας της αύξησης του ελλείμματος στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό σε συνδυασμό με μία πεποίθηση ότι η εμπειρία της Ιαπωνίας έδειχνε ότι υπήρχαν ψεγάδια στη φιλοσοφία που αποτελεί το υπόβαθρο.

Σήμερα, κυριολεκτικά σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, φαίνεται ότι αναδύεται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για την επιστήμη. Η λευκή βίβλος της Μεγάλης Βρετανίας που αναφέρεται πιο πάνω αποτελεί ένα παράδειγμα, και το ίδιο και οι ασκήσεις πρόβλεψης, που υποδηλώνουν ότι οι κυβερνήσεις θα επενδύσουν στη βασική έρευνα μόνο εάν μπορεί να δειχθεί ότι κατά πάσα πιθανότητα θα γεννήσουν μάλλον άμεσο και συγκεκριμένο κέρδος, με τη μορφή παραγωγής πλούτου και βελτίωσης της ποιότητας ζωής.

Υποστήριξα ότι αυτή είναι κακή πολιτική. Η απαίτηση ότι η βασική επιστήμη θα πρέπει να χρηματοδοτείται μόνο εάν προεξοφλείται η δημιουργία συγκεκριμένων πλεονεκτημάτων είναι προϊόν παραπλάνησης, και μπορεί να είναι και οικονομικά αντιπαραγωγική. Εντούτοις, η παλίρροια δεν δείχνει σημάδια ότι θα γυρίσει, όπως υποδεικνύεται από το παρακάτω απόσπασμα από ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Research Europe στις 5 Ιουνίου του 1997:
"'Οταν οι ιθύνοντες των μεγαλύτερων ερευνητικών οργανισμών της Γερμανίας έκαναν το πρωτοφανές βήμα τον Ιανουάριο να γράψουν ένα ανοιχτό γράμμα στον Ομοσπονδιακό Υπουργό 'Ερευνας ζητώντας του να κάνει κυριολεκτικά μία στροφή 180 μοιρών, δεν ήταν σαφές ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα. Θα συνέχιζε ο Jurgen Ruettgers να πιέζει με σχέδια περιορισμού της χρηματοδότησης για τη βασική έρευνα και να διοχετεύει περισσότερα κονδύλια σε έρευνα με στόχο οικονομικές προτεραιότητες, ή θα λάμβανε υπόψη του την έκκληση της ερευνητικής κοινότητας της Γερμανίας και θα υποχωρούσε; Τώρα το αποτέλεσμα είναι σαφές. Ο Ruettgers δεν άλλαξε πορεία ούτε κατά το ελάχιστο για να ικανοποιήσει την Deutsche Forschungsgemeinschaft και τους επιστημονικούς της συμμάχους."

Δεν πρέπει να σταματήσουμε την υπεράσπιση της βασικής επιστήμης, παρ' όλ' αυτά. Με τα σοφά λόγια του "Επιστήμη - το Σύνορο χωρίς Τέλος": "Κάτω από την πίεση των άμεσων αποτελεσμάτων, και αν δεν υπάρχουν πολιτικές σκοπιμότητας που να την εμποδίζουν, η εφαρμοσμένη επιστήμη θα συνεχίσει απαρέγκλιτα να παράγεται καθαρή." Εάν, όπως κι εγώ, πιστεύετε με πάθος στην αξία της καθαρής επιστήμης, επαγρυπνείτε.

[*] Μέρη των τριών επόμενων παραγράφων είναι σχεδόν αυτούσια αποσπάσματα από την Αναφορά 4.


Ευχαριστίες
Είμαι ευγνώμων στον Paul David, τον John Ellis και τον John Mulvey για τα σχόλιά τους, και στον John Kay μαζί με τον οποίο έγραψα την Αναφορά 1, πάνω σε μέρη του οποίου είναι βασισμένη αυτή η διατριβή.

7. Αναφορές
1. Science Policy and Public Spending, J.A. Kay & C.H. Llewellyn Smith, Fiscal Studies, Vol. 6, No. 3, p. 14, 1985.
2. The Economic Value of Basic Science, J.A. Kay & C.H. Llewellyn Smith, Oxford Magazine, February 1986.
3. What's the Use of Physics?, C.H. Llewellyn Smith, Current Science, Vol. 6, No. 3, p.142, 1983.
4. The Relationship Between Publicly Funded Basic Research and Economic Performance: A SPRU Review (prepared for H.M. Treasury), B. Martin et al, Science Policy Research Unit, University of Sussex, April 1996.
5. The Economic Laws of Scientific Research, T. Kealey, Macmillan Press, London, 1996.
6. For responses to Kealey's views see K. Parit, New Scientist, p. 32, 2 August 1996, and P. David, Research Policy 26 (2), 229, 1997.
7. G. Holton, H. Chang and E. Jarkowitz, American Scientists 84, 364, 1996.
8. Quoted on p. 198 of "The Life of Sir J.J. Thomson", Lord Rayleigh, Cambridge University Press, 1942.
9. H.G.B. Casimir, Contribution to Symposium on Technology and World Trade, US Department of Commerce, 16 November 1966.
10. Academic Research and Industrial Innovation, E. Mansfield, Research Policy 20, 1, 1991.
11. CERN Yellow Report CERN/75-6, H. Schmied et al. See also IEEE Trans. Eng. Mngt., EM-24, 125, 1977.
12. Results of Attempts to Quantify the Secondary Economic Effects Generated by Big Research Centres, H. Schmied IEEE Trans. Eng. Mngt., EP-29, 4, 1982.
13. CERN Yellow Report CERN/84-14, M. Bianchi-Streit et al (summarized in Czech J. Phys. B38, 23, 1988).
14. P. Brendle et al, Les Effets Economiques Induits de l'ESA, ESA Contract Report, 1980.
15. J. Shaeher et al, Study of the Economic Effects of European Space Expenditure, ESA Contract Report 1988.
16. What Attracts Students Towards Physics? P.P. Kalmus, Phys. Bull. 36, 168, 1985, and 1995 PPARC Survey of New Physics Undergraduates.
17. An Economic Case for Basic Research, E. Wong, Nature 381, 187, 1996.
18. Why Should Companies - Large or Small - Work with the Universities? J. Baruch, Physics in Business 14, 4, 1997.
19. Setting Research Priorities: Future Scenarios for the R&D Portfolio, Proceedings of a Conference held in Washington D.C., June 1995, sponsored by the US Department of Energy, Sandia National Labs and the Office of Science and Technology Policy, ed. J. Glicken, Energy Policy and Planning Department, Sandia Labs.


Μετάφραση: Ε. Συμεωνίδου, elena.symeonidou@cern.ch


...πίσω στον κατάλογο των άρθρων